hypochlorous$36917$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

hypochlorous$36917$ - translation to ολλανδικά

CHEMICAL COMPOUND
Cl2o; Cl2O; Oxygen dichloride; OCl2; Chlorine(I) oxide; Hypochlorous anhydride

hypochlorous      
adj. hypochloor-, van hypochlorietzuur (in chemie)
Natrium Hypochlorite         
  • Bleach packaged for household use, with 2.6% sodium hypochlorite
Natrium Hypochloriet (natrium zoutzuur gebruikt in verschillende voedsel producten)

Ορισμός

hypochlorous acid
[?h??p?(?)'kl?:r?s]
¦ noun Chemistry a weak acid with oxidizing and bleaching properties, formed when chlorine dissolves in cold water. [HOCl.]
Derivatives
hypochlorite noun
Origin
C19: from hypo- + chlorine + -ous.

Βικιπαίδεια

Dichlorine monoxide

Dichlorine monoxide is an inorganic compound with the molecular formula Cl2O. It was first synthesised in 1834 by Antoine Jérôme Balard, who along with Gay-Lussac also determined its composition. In older literature it is often referred to as chlorine monoxide, which can be a source of confusion as that name now refers to the ClO radical.

At room temperature it exists as a brownish-yellow gas which is soluble in both water and organic solvents. Chemically, it is a member of the chlorine oxide family of compounds, as well as being the anhydride of hypochlorous acid. It is a strong oxidiser and chlorinating agent.